- συνδημότης
- ο уроженец одного и того же дима, земляк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδημότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδημότης — ο, ΝΑ, και θηλ. συνδημότισσα Ν, και δωρ. τ. συνδαμέτας, α, Α [δημότης] δημότης τού ίδιου δήμου με άλλον … Dictionary of Greek
συνδημότης — ο αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο με κάποιον άλλο: Οι συνδημότες του τον τίμησαν με την ψήφο τους στις εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδημόται — συνδημότης masc nom/voc pl συνδημότᾱͅ , συνδημότης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδημότην — συνδημότης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδημότῃ — συνδημότης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδημότας — συνδημότᾱς , συνδημότης masc acc pl συνδημότᾱς , συνδημότης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημότης — ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας) αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του μσν. μέλος φατρίας ιπποδρόμου αρχ. 1. άνθρωπος τού δήμου, τού λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες… … Dictionary of Greek
συνδαμέτας — α, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. συνδημότης … Dictionary of Greek
Κρίτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Πλούσιος Αθηναίος πολίτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον δήμο Αλωπεκής και υπήρξε στενός φίλος και συνδημότης του Σωκράτη, με τον οποίο είχε την ίδια ηλικία. Στον ομώνυμο διάλογο –Κρίτων–… … Dictionary of Greek